Καστοριά: Η …επιστροφή της αρκούδας των σπηλαίων

Η αρκούδα των σπηλαίων, που χάθηκε πριν 10.000 χρόνια, «επιστρέφει» στο τελευταίο της καταφύγιο, στο σπήλαιο του Δράκου στην Καστοριά.

Κατά τη διάρκεια παλαιότερων εξερευνήσεων, οστά της σπηλαίας αρκούδας είχαν βρεθεί στο σπήλαιο του Δράκου και μεταφέρθηκαν για συντήρηση στα εργαστήρια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας – Σπηλαιολογίας Βορείου Ελλάδος που βρίσκονται στη Θεσσαλονίκη.

Με το σκεπτικό ότι θα πρέπει οι επισκέπτες του σπηλαίου να έχουν τη δυνατότητα να βλέπουν το σχετικό εύρημα, η Εφορεία σε συνεργασία με το Διεθνές Πανεπιστήμιο Ελλάδος αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα πιστό αντίγραφο της γνάθου της σπηλαίας άρκτου.

Αυτό θα παραδοθεί την ερχόμενη Πέμπτη στο σπήλαιο του Δράκου, σε ειδική εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί για την παρουσίασή του στο κοινό.

Το αντίγραφο της γνάθου της σπηλαίας άρκτου θα τοποθετηθεί εντός του σπηλαίου σε μια προθήκη με φόντο το κρανίο της αρκούδας σε μέγεθος που θα αρμόζει στο δεδομένο οστό.

Παράλληλα θα υπάρχει πληροφοριακό υλικό για τους επισκέπτες.

Στο εσωτερικό του σπηλαίου του Δράκου εντοπίστηκαν παλαιοντολογικά κατάλοιπα, με κυριότερα τα οστά σπηλαίας άρκτου (Ursus Speleaus).

Το είδος αυτό έζησε στην Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου και εξαφανίστηκε πριν από περίπου 10.000 χρόνια.

Το όνομά της οφείλεται στο γεγονός ότι τα απολιθωμένα λείψανά της εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά μέσα σε σπήλαια, όπου προφανώς διέμενε για περισσότερο χρονικό διάστημα, σε αντίθεση με την καφέ αρκούδα η οποία χρησιμοποιούσε τα σπήλαια μόνο κατά την διάρκεια της χειμερίας νάρκης.

Υπολογίζεται ότι το βάρος των αρσενικών ζώων έφτανε τα 400-500 κιλά και των θηλυκών τα 200-250 κιλά.

Ήταν κατά βάση φυτοφάγο και περιστασιακά σαρκοφάγο ζώο.

Εντυπωσιάζει το σπήλαιο

Το σπήλαιο του Δράκου βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Καστοριάς, στο 2ο χλμ της παραλίμνιας οδού Σουγγαρίδη και λίγο πριν από την Μονή της Παναγίας Μαυριώτισσας.

Η είσοδος απέχει περίπου είκοσι μέτρα από τις όχθες της λίμνης και 14 μέτρα από τον δρόμο.

Στο εσωτερικό του υπάρχουν μεγάλα χερσαία και λιμναία τμήματα με εντυπωσιακό σταλακτικό διάκοσμο καθώς περιλαμβάνει επτά υπόγειες λίμνες, δέκα αίθουσες, πέντε διαδρόμους – σήραγγες.

Η μεγαλύτερη αίθουσα του σπηλαίου έχει διαστάσεις 45Χ17 μέτρα με το κεντρικό της τμήμα υπερυψωμένο και τις πλευρές της να καταλήγουν σε λίμνες.

Η μεγάλη λίμνη του σπηλαίου που είναι και η βαθύτερη βρίσκεται δυτικά.

Η θερμοκρασία εντός του σπηλαίου είναι σταθερή όλες τις εποχές στους 16-18 βαθμούς Κελσίου, ενώ η υγρασία φτάνει στο 90%.

Είναι σημαντικό ότι έχει ληφθεί κάθε απαραίτητο μέτρο για την ασφάλεια των επισκεπτών και οι επεμβάσεις στο εσωτερικό έγιναν με τρόπο ώστε να μη θιχθεί η φυσική κατάσταση του σπηλαίου.

Η επισκέψιμη διαδρομή του σπηλαίου έχει μήκος 300 μ., ενώ η έξοδος του επισκέπτη γίνεται μέσω τεχνητής σήραγγας 35μ.

Η φυσική ομορφιά της διαδρομής οφείλεται στον πλούσιο σταλακτιτικό και σταλαγμιτικό διάκοσμο και τις τέσσερις λίμνες που συναντάμε.

Ο επισκέπτης περνά όμορφα κατασκευασμένες γέφυρες, δύο συμπαγείς και μία πλωτή.

Η έξοδος γίνεται μέσω τεχνητής σήραγγας, που λειτουργεί ταυτόχρονα και ως μουσειακός χώρος με πληροφοριακό υλικό γύρω από την ιστορία, τον μύθο, τις φάσεις κατασκευής – αξιοποίησης του σπηλαίου και τα σπήλαια σε όλο τον ελλαδικό χώρο.

Ο μύθος του δράκου

Η ύπαρξη του σπηλαίου δεν φαίνεται να ήταν γνωστή έως τα νεότερα χρόνια.

Στις γραπτές μαρτυρίες της εποχής της τουρκοκρατίας δεν υπάρχει καμία αναφορά στο σπήλαιο, αλλά ούτε και στις παλαιότερες ιστορικές μαρτυρίες.

Πιθανολογείται ότι ή είσοδος του σπηλαίου μέχρι κάποια εποχή δεν ήταν ορατή λόγω προσχώσεων, αλλά και λόγω ότι η παραλίμνια διαδρομή ήταν δύσβατη και προσπελάσιμη μόνο από την λίμνη.

Καστοριανοί ερασιτέχνες εξερευνητές, άνθρωποι με περιβαλλοντικές ευαισθησίες στην δεκαετία του ‘40, την εποχή που διανοίχθηκε και ο παραλίμνιος δρόμος από τον στρατηγό Σουγγαρίδη, ήταν οι πρώτοι που ανακάλυψαν και περιέγραψαν το απαράμιλλης ομορφιάς σπήλαιο και έριξαν την πρώτη ιδέα για την αξιοποίησή του.

Την εποχή αυτή καταγράφεται και ο μύθος γύρω από τον «δράκο» της σπηλιάς απ’ όπου και το όνομά της.

Ο λαογράφος Δ. Γιαννούσης ( Ακρόπολη, 11-7-54) έγραψε για την παράδοση σχετικά με το σπήλαιο του Δράκου.

«Πριν από πολλούς αιώνες η μεγάλη σπηλιά που βρίσκεται πριν από το μοναστήρι της Μαυριώτισσας ήταν χρυσορυχείο και το φύλαγε ένας δράκος που ανέπνεε και έβγαζε από το στόμα του φλόγες και δηλητηριασμένους ατμούς.

Ύστερα από το κτίσιμο της Καστοριάς (Ή’ ή Ι’ αιώνας) ο πρώτος βασιλιάς ο Κάστωρ, θέλοντας να διασκεδάσει τον φιλοξενούμενο αδελφό του Πολυδεύκη και τον πεθερό του Κέλι ιερέα του θεού, απεκάλυψε το τεράστιο αυτό σπήλαιο.

Η παρουσία όμως του δράκου τους εμπόδιζε την προσέγγιση στη σπηλιά.

Τότε ο βασιλιάς υπεσχέθη μεγάλα δώρα σ’ αυτόν που θα σκότωνε τον δράκο. Ένας νέος δυνατός παρουσιάστηκε.

Επηκολούθησε άγρια πάλη με τον δράκο. Χτυπώντας τον με το κοντάρι του έτρεμαν οι γύρω βράχοι και αναταράζονταν τα νερά της λίμνης.

Το τέρας κτυπήθηκε και έπλεε νεκρό επάνω στα νερά της λίμνης. Πανηγύρισαν το γεγονός και ευχαριστίαι ανεπέμφθησαν στον Πάνα.

Και κατόπιν με αναμμένους δαυλούς προχώρησαν στη σπηλιά με σκυφτά τα κεφάλια τους για να μην κτυπήσουν τους σταλακτίτες.

Το βάθος εκτεινόταν σε χιλιόμετρα και η ατμόσφαιρα γινόταν πνιγηρή από έλλειψιν οξυγόνου.

Σε ένα μέρος που η σήραγγα στενεύει έσβησαν οι δαυλοί και πηχτό σκοτάδι τους σφιχταγκάλιασε όλους.

Τότε άκουσαν μια απόκοσμη φωνή να λέει: «εκείνος που θα σκύψει να πάρει μια χούφτα της λάσπης που πατάει θα μετανοιώσει».

Οι πιο θαρετοί έσκυψαν και επήραν λάσπη και εγέμισαν τους κόρφους τους.

Οι άλλοι φοβήθηκαν και δεν τόλμησαν να πάρουν.

Όταν βγήκαν στο φως του ηλίου εκείνοι που κρατούσαν τη λάσπη είδαν με έκπληξη πως κρατούσαν υγρή χρυσόσκονη…».

 

real.gr

marmaga

Ο marmagas είναι ο δημιουργός του blog tismarmagas.wordpress.com. Μετά την επιτυχημένη πορία 2 χρόνων μετέφερε όλα του τα άρθρα στο ανανεωμένο πλέον marmaga.net...