Τμήμα Οικολογίας ΣΥΡΙΖΑ: Πολιτικά αντίθετοι με το εμπόριο γούνας
Την αντίθεση του στην βιομηχανία της γούνας εκφράζει με μια μακροσκελή ανακοίνωση ο Θέμης Δημητρακόπουλος, ο συντονιστής της Ομάδας για τα Δικαιώματα/Προστασία των Ζώων – Τμήμα Οικολογίας – Περιβάλλοντος – Χωρικού Σχεδιασμού ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με αφορμή τη διεθνή έκθεση γούνας που διεξάγεται από τις 24 έως τις 27 Μαρτίου στα Σπάτα στο Metropolitan Expo και μάλιστα ο ίδιος παραβρέθηκε στην διαμαρτυρία που διοργάνωσε η Πανελλαδική Φιλοζωική και Περιβαλλοντική Ομοσπονδία (Π.Φ.Π.Ο.) για το ίδιο θέμα στον πεζόδρομο της Ερμού την περασμένη Τρίτη.
Ο κ. Δημητρακόπουλος επισημαίνει: «Ως προοδευτικοί, αριστεροί, οικολογικά συνειδητοποιημένοι πολίτες εκφράζουμε την πολιτική αντίθεσή μας για τη Διεθνή Έκθεση Γούνας Fur Excellence που διοργανώνεται για μια ακόμη χρονιά, στις 24-27 Μαρτίου στο Metropolitan Expo.
Η πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης υπέρ του κλάδου της γούνας οδήγησε στην επέκταση της εκτροφής γουνοφόρων ζώων στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας και στην αύξηση του αριθμού των ζώων που εκτρέφονται σε συνθήκες εντατικής εκτροφής και θανατώνονται σε πολύ νεαρή ηλικία για τη γούνα τους. Σήμερα στην περιοχή λειτουργούν πάνω από 100 εκτροφεία και τα ζώα που θανατώνονται ετησίως ξεπερνούν τα δύο εκατομμύρια, σύμφωνα με στοιχεία του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εκτροφέων Γουνοφόρων Zώων.
Η παραγωγή γούνας που αναπόφευκτα συνεπάγεται τον εγκλεισμό και τη θανάτωση άγριων ζώων, καταδικάζεται παγκοσμίως λόγω της αναπόφευκτης βαρβαρότητας προς τα ζώα. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως για λόγους ηθικής και σεβόμενες τη βούληση των πολιτών τους, έχουν απαγορεύσει, βρίσκονται σε διαδικασία απαγόρευσης ή έχουν περιορίσει την εκτροφή γουνοφόρων ζώων. Πέρα από την ηθική πλευρά της παραγωγής γούνας, η ιστορία έχει δείξει ότι είναι μία δραστηριότητα με έντονη επικινδυνότητα και διακυμάνσεις και δεν αποτελεί ασφαλή επένδυση.
Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής της ελληνικής γουνοποιίας απευθύνεται σε πελάτες του εξωτερικού, καθώς τα προϊόντα γούνας πωλούνται είτε άμεσα στις ξένες αγορές είτε έμμεσα σε τουρίστες που επισκέπτονται την Ελλάδα.
Πρόκειται όμως για ένα προϊόν πολυτελείας με ισχυρές εξαρτήσεις από συγκεκριμένες ασταθείς αγορές και χαρακτηρίζεται από έντονη αβεβαιότητα, περιόδους κρίσεων και χαμηλής ζήτησης. Η κατάσταση που επικρατεί στις αγορές-πελάτες (Ρωσία, Ουκρανία κτλ), η πτώση του ρουβλίου, αλλά και γενικότερα η παγκόσμια οικονομική κατάσταση οδήγησαν σήμερα στο να βιώνει η γούνα μία ακόμη κρίση, ίσως τη χειρότερη στην ιστορία της.
Η μείωση των εξαγωγών, η χαμηλή προσέλευση τουριστών με ενδιαφέρον στην αγορά γούνινων προϊόντων, η πτώση στις τιμές των γουνοδερμάτων κ.ά., έχουν πλήξει σημαντικά τους επαγγελματίες του κλάδου, με αποτέλεσμα επιχειρήσεις να μη λειτουργούν παραγωγικά ή να κινδυνεύουν να βάλουν λουκέτο και άνθρωποι να οδηγούνται στην ανεργία. Τα δε αποτελέσματα των εκθέσεων και των δημοπρασιών δείχνουν ότι η κατάσταση δεν θα αλλάξει ούτε σύντομα, ούτε εύκολα.
Χρειάζεται λοιπόν μια διαφορετική πολιτική που θα λαμβάνει υπόψη τόσο την οικονομική αβεβαιότητα του κλάδου όσο και την ηθική πλευρά του ζητήματος.
Η εκτροφή και η θανάτωση ζώων για προϊόντα πολυτελείας όπως η γούνα, δεν συνάδει με τον σεβασμό προς την αξία της ζωής, δεν αρμόζει στις αξίες της Αριστεράς ενώ ταυτόχρονα καταδικάζεται τόσο από το παγκόσμιο προοδευτικό οικολογικό κίνημα όσο και από πλήθος πολιτών και οργανώσεων, διεθνώς και στη χώρα μας.
Κρίνουμε ως άμεση προτεραιότητα μια νομοθετική ρύθμιση που θα αποτρέπει τη δημιουργία νέων επενδύσεων στον κλάδο της γούνας. Παράλληλα, η Πολιτεία – στο πλαίσιο της παραγωγικής ανασυγκρότησης – πρέπει να μελετήσει την απεξάρτηση της περιοχής, σε βάθος χρόνου, από τον επισφαλή κλάδο της γούνας, η μονοδιάστατη ενασχόληση με τον οποίο δεν κατάφερε να κάμψει τα θηριώδη ποσοστά ανεργίας, ιδίως των νέων, που μαστίζουν την περιοχή εδώ και χρόνια. Και βέβαια να υιοθετήσει την ανάπτυξη ενός νέου αναπτυξιακού προτύπου, προσανατολισμένου στην αειφορική ανάπτυξη της Δυτικής Μακεδονίας, το οποίο θα αναδείξει τις δυνατότητες της περιοχής σε άλλους τομείς και θα προσφέρει βιώσιμες και ηθικά αποδεκτές θέσεις εργασίας» καταλήγει ο κ. Δημητρακόπουλος.