Στηβ Κακέτσης: Ο άνθρωπος που τα έζησε όλα και θέλει να τα ζήσει ξανά!

Στηβ Κακέτσης: Ο άνθρωπος που τα έζησε όλα και θέλει να τα ζήσει ξανά!

Επί πέντε ώρες μιλούσε ασταμάτητα, με θέα τη θάλασσα του Σαρωνικού… Αεικίνητος, αυθόρμητος, μοιάζει με τον Δρ Φάουστ, έτοιμος να πουλήσει την ψυχή του στον διάβολο για να γίνει ξανά 25 χρονών. Δεν έχει χορτάσει τη ζωή, τα ρίσκα, τις προκλήσεις της. Και ας είναι μυθιστορηματικά όλα αυτά που έχει περάσει έως τώρα. Ο Βασιλιάς της νύχτας, μπήκε στη χρονοκάψουλα για να ζήσει ξανά τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής του και να τις μοιραστεί μαζί μας!

 

ħȧ¨£¶-1

Από τις αθηναϊκές αλάνες στις σκαλωσιές της Νέας Υόρκης

Στην Αθήνα της δεκαετίας του ’50, όλα είναι δύσκολα. Η Ελλάδα μετά την Κατοχή, γνωρίζει τον Εμφύλιο και προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της. Εκείνος, παιδί μεσοαστικής οικογένειας, ο πατέρας του διατηρεί εστιατόριο στην Κοδριγκτώνος, στη στοά Ματάλα, στην Πατησίων. Εκείνη ήταν η γειτονιά του μικρού Στηβ που από μικρός ήταν ένα γεροδεμένο παιδί. Τις ελεύθερες ώρες έτρεχε στα ανοικτά γήπεδα μπάσκετ όπου και έκανε προπονήσεις με την ομάδα του, τον Πανελλήνιο. Η άλλη μεγάλη του αγάπη ήταν το πινγκ πονγκ. Μάλιστα, ήταν βασικό στέλεχος της Εθνικής ομάδας Εφήβων, αφού ήταν πρωταθλητής στο συγκεκριμένο άθλημα.

Η επιχείρηση του πατέρα του δεν ανθούσε και το 1964 ο Στηβ, που έχει τελειώσει την 7η Γυμνασίου, με μια βαλίτσα στο χέρι, βρίσκεται στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Ο 16χρονος έφηβος δεν γνωρίζει τη γλώσσα, όμως… Αν και πήγε με σκοπό να σπουδάσει, δεν τα καταφέρνει. Βρίσκει ένα θείο του, αδερφό της μητέρας του από άλλη μάνα, και ξεκινάει ως βοηθός στην επιχείρηση που διατηρεί. Ντύνουν τα Νεοϋρκέζικα σπίτια με λαμαρίνες, για να μην χρειάζονται βάψιμο. Το μεροκάματο για τον έφηβο Στηβ μπορεί να είναι εξασφαλισμένο, αλλά οι συνθήκες δουλειάς δεν είναι και οι ιδανικές, ενώ μέρος των χρημάτων θα πρέπει να «ταξιδεύει» στην Ελλάδα, στους γονείς του. Ο νεαρός, αν και πολύ αδύνατος, κουβαλάει κομμάτια αλουμινίου, στην αρχή και με τον καιρό μαθαίνει την τέχνη. Φιλόδοξος και ανήσυχος, καθώς είναι, αποφασίζει να πάει στο Σικάγο. Νιώθει πως ο θείος του τον εκμεταλλεύεται, τα λεφτά που του δίνει είναι λίγα. Και αποφασίζει να πάρει το ρίσκο… Έχουν περάσει τρία χρόνια από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στις ΗΠΑ και πλέον έχει εγκλιματιστεί. Τα λεφτά που έχει στην τσέπη του φτάνουν ίσα ίσα για να φτάσει στο Σικάγο, εκεί που έχει συγγενείς. Με το που κατεβαίνει από το σταθμό τηλεφωνεί στη ξαδέρφη του, με χρέωση σε εκείνη. Δεν έχει ούτε 5 σεντς.

Τότε είναι που αποφασίζει να κάνει τη δική του επιχείρηση, μιας και πλέον πιστεύει πως είναι έτοιμος, ενώ τα συνεργεία τοποθέτησης δεν είναι τόσο ανεπτυγμένα όσα εκείνα της Νέας Υόρκης. Ζητά 1.000 δολάρια από τον ξάδερφό του. Άδεια οδηγήσεως είχε, αλλά δεν ήξερε να οδηγάει φορτηγό με ταχύτητες. Αγοράζει ένα με 600 δολάρια και με τα υπόλοιπα 400 αγοράζει σίδερα και σκαλωσιές.

Ο Μαρκ Τουαίην έχει γράψει πως το συστατικό της επιτυχίας αποτελείται από δύο πράγματα… «Άγνοια κινδύνου και εξυπνάδα». Και ο Στηβ διαθέτει και τα δύο. Έχει πάρει ένα βοηθό με 15 δολάρια και η πρώτη δουλειά έρχεται σχεδόν αμέσως. Αναλαμβάνει ένα σπίτι στο βόρειο Σικάγο. Τους δρόμους δεν τους ξέρει, πηγαίνει παρέα με τον θείο του. Σε μια εβδομάδα έχει τελειώσει. Ο μέσος εβδομαδιαίος μισθός κυμαίνεται περίπου στα 120 δολάρια. Εκείνος, κερδίζει από το πρώτο σπίτι που αναλαμβάνει 2.000 δολάρια. «Παίρνω τα χρήματα και τα κάνω όλα πακέτο 20δολαρα. Μπαίνω στο σπίτι της ξαδέρφης μου, τα βλέπει, μου λέει “μα καλά τα έκλεψες;”. Έτσι, ξεκινάω και κάνω λεφτά», εξιστορεί ο Στηβ Κακέτσης, αναπολώντας την εποχή που ήταν νέος και δεν τον πτοούσε τίποτε.

 

ħȧ¨£¶-11

 

«Εκείνη την εποχή γνώρισα άτομα της υψηλής κοινωνίας, από Ελλάδα. Το πρωί φορούσα ένα jean, μπότες και καπέλο. Το βράδυ ήμουν με σμόκιν και λιμουζίνα και πήγαινα στα καλύτερα εστιατόρια. Στο Four Seasons, με μια γκόμενα, όταν το γεύμα έκανε 400 δολάρια».

Σύντομα ξεκινά τα ταξίδια του στην Αθήνα. Επισκέπτεται τη γεννέτειρά του τρεις φορές το χρόνο. Φέρνει και την Κορβέτα του, ένα εντυπωσιακό αυτοκίνητο, όχι μόνο στα χρόνια του, αλλά ακόμη και τώρα, που μαγνητίζει τα βλέμματα των Αθηναίων της εποχής. Γνωρίζει το περίφημο Athens by night ως πελάτης. Και πολλές γυναίκες. Σε κάθε του ταξίδι φέρνει και ένα αυτοκίνητο. Διαθέτει δολάρια, κάτι που του ανοίγει πόρτες.  Συνδέεται με μια από τις καλλονές της εποχής. Νοικιάζει και ένα σπίτι στο Παλαιό Φάληρο, για να έχει μια μόνιμη βάση, όταν έρχεται Αθήνα. Την τελευταία φορά αφήνει μια Cadillac El Dorado. Όταν επιστρέφει, η ερωμένη του δεν είναι στο αεροδρόμιο να τον υποδεχθεί. «Ήταν ο γαμπρός της. Μου τα «μασούσε», δεν μου έλεγε την αλήθεια, το ήξερα. Φτάνω στο σπίτι και βρίσκω τα πράγματά μου σε μια πλαστική σακούλα. Δεν χρειάστηκε να της μιλήσω ξανά, είχα καταλάβει πως είχε επιστρέψει στον πρώην της».

 

Κατιάννα Μπαλάνικα: Η γυναίκα-σταθμός στη ζωή του

Η γυναίκα που τον έκανε καλύτερο άνθρωπο, η μητέρα του παιδιού του, η σύζυγος με την οποία πέρασε τα πιο παραγωγικά χρόνια στη ζωή του είναι η Κατιάννα Μπαλανίκα. Εκείνος την έχει εντοπίσει, του αρέσει, εκείνη αγνοεί την ύπαρξή του.

kaketsismpalanikaeggoni

«Δούλευε στη Μέδουσα, στο πλευρό του Γιώργου Μαρίνου. Κουκλάρα εκείνη, αλλά κι εγώ ήμουν ομορφόπαιδο. Τότε, δεν ήμουν πελάτης της «Μέδουσας», αλλά της «Νεράιδας». Στη «Νεράιδα» πήγαινα μέχρι κάποια ώρα και συνέχιζα μετά στην «Αδυναμία»… Μέχρι να ξημερώσει. Την ημέρα κοιμόμουν, τα βράδια έβγαινα. Ο Πάριος, που είναι φίλος μου, μου λέει ένα βράδυ «θέλεις να πάμε στη Μέδουσα;». Πηγαίνουμε εκεί και την βλέπω για πρώτη φορά. Συγκλονιστική. Έχουμε μια κοινή φίλη, τη Λιάνα Πατέρα, την τηλεοπτική παραγωγό. Και της ζητάω να μεσολαβήσει. Πηγαίνει και της λέει «έχω έναν φίλο που του αρέσεις» και της λέει για μένα. «Πες του, του αληταρά να φύγει που τρώει τα λεφτά του πατέρα του», απαντά εκείνη. Βλέπεις, υπήρχε αυτή η φήμη. Εγώ έτρωγα λεφτά, ναι, αλλά τα δικά μου, που τα έβγαζα με αίμα πάνω στις σκαλωσιές».

Η μοίρα του ενός, όμως, είναι πλεγμένη με τη μοίρα του άλλου. Συναντιούνται τυχαία ξανά. Στο «Στορκ», στη Φιλελλήνων. Είναι 1974. Ο Κακέτσης βλέπει την Κατιάννα να κάθεται με τον Μαρίνο σε μια ροτόντα. Παίρνει μια γαρδένια και της την προσφέρει λέγοντάς της «αυτό το λουλούδι για την όμορφη Λίζα» (Το «όμορφη Λίζα» ήταν από ένα τραγούδι που τραγουδούσε εκείνη). Δεν ξέρει ποιος είναι. Ρωτάει τον Ιωαννίδη, επιχειρηματία που έχει τη «Μέδουσα» και τον Ζυγό, για να μάθει την ταυτότητα του γοητευτικού νεαρού. «Ο κύριος Στηβ», της απαντά. «Αυτός είναι ο Στηβ;», αναρωτιέται εκείνη, για να της πει ο επιχειρηματίας πως πρόκειται για ένα πολύ καλό παιδί.

Την επομένη εκείνος επιστρέφει. Είναι φανερό πως κάτι τον εξιτάρει σε εκείνη. Εκείνη κάθεται στο μπροστινο τραπέζι. Τη συνέχεια τη διηγείται ο Στηβ… «Μου κάνει νόημα «να σου πω». Μου λέει «θέλεις να είμαστε μαζί;». Έτσι, στα ίσα. Της απαντώ «όχι». «Γιατί;» με ρωτάει. «Γιατί είμαι ερωτευμένος με άλλη», είναι η απάντησή μου. «Ας δοκιμάσουμε», επιμένει εκείνη. Το βράδυ την περιμένω. Την πάω στο σπίτι της, στη Χαριλάου Τρικούπη. Δεν έκανα καμία κίνηση. Της έδωσα το τηλέφωνό μου, αλλά δεν ζήτησα το δικό της. Εγώ τότε έμενα σε μια θεία μου. Με το που μπαίνω στο σπίτι, της λέω “αν τηλεφωνήσει μια Κατιάννα Μπαλανίκα, πες της πως δεν είμαι εδώ”. Όταν λοιπόν τηλεφωνεί εκείνη, η θεία μου της απαντά “μου είπε να σου πω πως δεν είναι εδώ”. Τελικά παίρνω το τηλέφωνο και το βράδυ τη συναντάω».

Αυτό ήταν. Τις επόμενες δέκα ημέρες, μέχρι να επιστρέψει στις ΗΠΑ, ο Στηβ και η Κατιάννα είναι μαζί. Το ειδύλλιο είναι θυελλώδες. Την παίρνει μαζί του στη Νέα Υόρκη, για δύο εβδομάδες και μαζί τους ταξιδεύει και η κοινή τους φίλη, η Λιάνα Πατέρα. Όταν επιστρέφει εκείνη στην Ελλάδα του στέλνει ένα γράμμα, που του λέει χωρίς περιστροφές πως θέλει να συζήσουν στις ΗΠΑ. Ο Στηβ είναι 26 ετών. «Ένιωθα πως δεν ήμουν έτοιμος. Της απάντησα με γράμμα πως “δεν θέλω να σου κόψω την καριέρα”. Και τότε εκείνη μου απαντά, “μην με πάρεις ξανά τηλέφωνο”. Όντως, δεν την παίρνω. “Φορτώνω” χρήματα, αγοράζω κοστούμια τελευταίας λέξης της μόδας και Δεκέμβριο, φορτώνω μια Κορβέτα με πλοίο για την Αμβέρσα, για να την πάρω. Φτάνω Ελλάδα και το βράδυ, μπλέκομαι σε ένα μπαρμπούτι και χάνω όλα τα χρήματα που είχα, 15.000 δολάρια. Σε αυτό το ταξίδι έχει έρθει και η μητέρα μου. Της ζητάω 3.000 δανεικά. Μου τα δίνει. Κατεβαίνω ξανά για μπαρμπούτι και ρεφάρω. Με το που κερδίζω 15 χιλιάρικα, τα παίρνω και γίνομαι μπουχός. Παίρνω ένα ιδιωτικό αεροπλάνο, πηγαίνω Αμβέρσα για να πάρω την Κορβέτα και να κατέβω ξανά Ελλάδα. Το βράδυ διανυκτερεύω στο Ίνσμπρουκ, στην Αυστρία. Φεύγοντας, μου κάνουν οτο στοπ δύο Ιταλίδες. Η Κορβέτα όμως είναι διθέσια. Δεν μιλάω, καν, Ιταλικά. Τις φορτώνω και αντί να πάω Ανκόνα και να βγω Ελλάδα, πηγαίνω Μπολόνια με τις Ιταλίδες. Περάσαμε ωραία».

Ο Στηβ έχει χάσει το πλοίο και ξεμένει στην Ανκόνα. Τηλεφωνεί στην Κατιάννα και εκείνη του λέει πως είναι άρρωστη και πως ο λαιμός της είναι χάλια. Αντί να της πάρει χάπια, της αγοράζει καραμέλες από το περίπτερο. Φτάνει Πάτρα και από εκεί «καρφί» για το μαγαζί που τραγουδάει η Κατιάννα, έχοντας μια σακούλα με… καραμέλες. Με το που μπαίνει στέλνει τη σακούλα και λουλούδια στο καμαρίνι της, ενώ παράλληλα φλερτάρει με μια άλλη τραγουδίστρια του σχήματος. «Έψηνα την Τζίνα Σπηλιοτωπούλου. Η Κατιάννα μου είπε πως “εσύ δεν κάνεις ούτε για γκόμενος, ούτε για εραστής, σήκω και φύγε”. Και έφυγα».

«Την επομένη, η Κατιάννα μου τηλεφωνεί και πηγαίνουμε στη Βουλιαγμένη, σε ένα ειδυλλιακό μέρος. Όταν επιστρέφουμε, μου λέει «θέλεις να παντρευτούμε;». Σε μια εβδομάδα έγινε ο γάμος.

2 Φεβρουαρίου 1975 γίνεται η τελετή. Στην εκκλησία δεν είναι καν, οι γονείς του Στηβ. Μία εβδομάδα μετά πετάμε για Αμερική. «Θυμάμαι στο ταξίδι για τις ΗΠΑ, σταματάμε στο Μόντρεαλ. Είχε χιόνια παντού κι εγώ δεν είχα λεφτά να της πάρω ούτε ένα ζεστό καφέ. Ούτε 10 σεντς. Της λέω “μην ανησυχείς, σε δύο μήνες θα έχουμε λεφτά”. Πηγαίνουμε στη Νέα Υόρκη και βρίσκω ένα γραφείο για να κλείνω μόνος μου τις δουλειές. Direct. Πήρα και κάποιες πιστωτικές και άρχισα να πηγαίνω πόρτα πόρτα για να κλείνω τις δουλειές. Έκανα τρελά λεφτά. Της είχα μονίμως 100.000 δολάρια κάτω από το στρώμα. Για ασφάλεια. Νοικιάσαμε σπίτι, το επιπλώσαμε και στη συνέχεια μένει έγκυος».

Η Κατιάννα γεννάει πρόωρα. 35 ώρες μετά, το έμβρυο αφήνει την τελευταία του πνοή. Ήταν 850 γραμμάρια. Το ζευγάρι είναι στεναχωρημένο, αλλά πολύ σύντομα εκείνη μένει ξανά έγκυος. Αγωνιούν και οι δύο… Γεννάει στους έξι μήνες το γιο τους. Ζυγίζει –μόλις- 1.100 γραμμάρια. «Ήταν 3 μήνες στη θερμοκοιτίδα», λέει ο Στηβ, μέσα από το στόμα του, με το τσιγάρο κολλημένο στα χείλη. Είναι η πρώτη φορά που το πρόσωπό του κάνει συσπάσεις. Τόση ώρα μιλά ατάραχος, σαν να μας εξιστορεί πράγματα που δεν έχουν συμβεί σε εκείνον, αλλά σε φίλους του. «Από το 1975 έως το 1976 είχε κάνει δύο γέννες η Κατιάννα», ψελλίζει. «Με έκανε καλύτερο άνθρωπο. Είναι πολλή μορφωμένη, είναι άνθρωπος της κουλτούρας. Εγώ είμαι αλητρόνι. Μπορεί να στέκομαι παντού, αλλά έτσι είναι. Μου έμαθε πολλά. Έχουμε χωρίσει εδώ και 13 χρόνια, αλλά ό,τι χρειαστεί είμαι δίπλα της. Όχι επειδή είναι απλά η μάνα του παιδιού μου, αλλά επειδή είναι καλός άνθρωπος», λέει για τη γυναίκα που του χάρισε τον μονάκριβο γιο του.

Η επιστροφή στην Ελλάδα και οι περιπέτειες

Η έλευση του γιου του αλλάζει δραματικά τη ζωή του Στηβ. Δεν μπορεί να ταξιδεύει για Ελλάδα όποτε γουστάρει. Έπειτα από δυόμιση χρόνια ψάχνεται για να επιστρέψουν στην Αθήνα. «Είχα προλάβει να μαζέψω 500.000 δολάρια. Βέβαια, θα έπρεπε να έχω επιστρέψει με εκατομμύρια, αλλά…». Έρχεται για να γίνει διευθυντής σε ένα μεγάλο τουριστικό γραφείο, με μισθό 350.000 δραχμές και τα μισά χρήματα από τα κέρδη, αφού μπαίνει και συνέταιρος. Είναι 1977 όταν επιστρέφουν στη χώρα και συνειδητοποιεί μετά από έναν έλεγχο πως η επιχείρηση είναι χρεωμένη παντού και ο συνέταιρός του δεν στέλνει χρήματα. «Παίρνω το λογιστή της εταιρίας και πηγαίνουμε στο Πρωτοδικείο για να κηρύξουμε πτώχευση. Είμαι μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, αφού έχω επενδύσει τα χρήματα που είχα μαζέψει. Έχω και μικρό παιδί, τώρα. Αποφασίζω να πάρω το αεροπλάνο και να πάω στην Αμερική να βρω τον συνέταιρό μου. Μπαίνω στο γραφείο, σπάζοντας την πόρτα… “Ρε γαμημένε, εμένα πήγες να ξεγελάσεις; Σήκω τώρα, να πάμε να βγάλεις λεφτά από την τράπεζα να μου δώσεις πίσω αυτά που σου έδωσα”. Φυσικά και μου τα επέστρεψε».

 

 

Η Νεράιδα και η Αραβική βοήθεια

Τη Νεράιδα, που είχε πάρει την κατιούσα, την είχε η Παμέλα. Ο μετρ του μαγαζιού, ο κύριος Παντελής, ο καλύτερος μετρ της Ελλάδας με ήξερε. Μια ημέρα ήρθε από το γραφείο μου και μου ζήτησε να αγοράσω τη “Νεράιδα”. “Η κυρία Παμέλα έχει πάθει σκλήρυνση κατά πλάκας”.Ο Στηβ πηγαίνει και διαπραγματεύεται με την Παμέλα. Της υπόσχεται πως όσο ζει η ταμπέλα “Νεράιδα” δεν θα σβήσει. «Και τώρα αν θα πας να δεις, θα δεις την ταμπέλα
Νεράιδα», λέει και η φωνή του είναι γεμάτη με περήφανους φθόγγους, αφού τηρεί ακόμη και σήμερα την υπόσχεση που είχε δώσει τότε. Τα λεφτά που είχε δεν έφταναν ούτε για προκαταβολές. Τότε είναι που ο Φίλιππος Νικολάου αποφασίζει να μπει συνέταιρός του. «Την επιχειρηματική μου καριέρα την οφείλω στον Φίλιππο», μονολογεί. Το πρώτο σχήμα της Νεραϊδας υπό τη διεύθυνση του Κακέτση είναι: Φίλιππος Νικολάου, Κατιάννα, Δάκης και Αντώνης Καλογιάννης. «Απέναντί» τους είναι ο «Διογένης», με Γιάννη Πάριο και Λίτσα Διαμάντη, στο «Στορκ» είναι ο Τόλης Βοσκόπουλος με τη Μαρινέλλα και στα «Δειλινά» ο Στράτος Διονυσίου. «Πήρα τα αρχίδια μου… Στο μαγαζί ήμουν εγώ και τα ξαδέρφια μου. Άλλα άμα σε θέλει η πουτάνα η ζωή να “γράψεις”, όλα γίνονται!

Ο Στηβ ανακαινίζει τη «Νεράιδα» και το 1983 κάνει την πρώτη μεγάλη επιτυχία. Ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, κλείνει τον Μητροπάνο και τον πλαισιώνει με τη Ρίτα Σακελλαρίου, την Κατερίνα Στανίση και τον Γιώργο Γερολυμάτο. Η Στανίση έχει μόλις γράψει το μεγάλο hit «Μυστικέ μου έρωτα». «Γίνεται πανικός! Χαμός! Ο Άραβας φίλος μου συνεχίζει να έρχεται. Πηγαίνουμε και ταξίδια στο εξωτερικό, στο Λονδίνο…».

Όταν ο Βασιλιάς συναντά τη Λαίδη

Το 1993 ανοίγει ένα από τα πιο σημαντικά κεφάλαια στη ζωή του Στηβ Κακέτση. «Είμαι στο Λας Βέγκας και παίζω. Μιλάω με τον μαέστρο μου, τον Σπύρο Παπαβασιλείου, για το χειμερινό σχήμα. Μου λέει να βάλουμε Άντζελα, Γαρμπή, Σφακιανάκη και Άγγελο Διονυσίου. Του απαντάω «κλείσε μόνο την Άντζελα και δώσε της ό,τι γουστάρει». Και την έκλεισα, την πήρα από το Rex. Την ήθελα από το 1978, όταν την πρωτοείδα σαν πελάτης. Και την απέκτησα 15 χρόνια μετά. Από τη χαρά μου, κατέβηκα ξανά στο καζίνο και έχασα ο μαλάκας όσα είχα κερδίσει! Είχα κερδίσει 100.000 δραχμές, αλλά τα έχασα».

Η πρώτη επίσημη γνωριμία των δύο γίνεται τον Σεπτέμβρη του 93. Εκείνη εμφανίζεται με τον αρραβωνιαστικιό της. Είναι πολύ σίγουρος που μπορεί να την έχει. Και βλέπει τη μεγάλη ευκαιρία του, όταν μαθαίνει πως η Άντζελα Δημητρίου έχει χωρίσει.

«Όταν μου το λέει η ίδια πως χώρισε, της λέω πως ήρθε η στιγμή να την πάω στο Παρίσι, για να ψωνίσει τα φορέματα με τα οποία θα εμφανίζεται στο μαγαζί, όπως είχα πάει τη Μαρινέλλα». Εκείνη συμφωνεί, μόνο που ο επιχειρηματίας, αντί για τη Γαλλική πρωτεύουσα, την πηγαίνει στην ιδιαίτερη πατρίδα του, ένα χωριό 20 κατοίκων, στο ετοιμόρροπο σπίτι της ξαδέρφης του που τον είχε φιλοξενήσει στο Σικάγο.

«Το σπίτι σχεδόν έπεφτε… Πέτρες, αράχνες, γάμησέ τα!», λέει ο Στηβ που κάθεται χαλαρός στην πλάτη της καρέκλας πίνοντας τον φρέντο εσπρέσο που δεν έχει πλέον αφρό. «Αφού φάγαμε στο καφενείο του χωριού, κάτω από έναν πλάτανο, πήγαμε στο σπίτι… Έτσι ξεκίνησαν όλα!». Η Άντζελα γίνεται η Βασίλισσα της νύχτας. Ο Κακέτσης φροντίζει για αυτό.

Η φυλάκιση και η πτώση

«Έχω φύγει στη Νέα Υόρκη. Έχω Λευτέρη Πανταζή και Άντζελα Δημητρίου στο μαγαζί, το σχήμα πηγαίνει super και πηγαίνω Λας Βέγκας να παίξω. Είναι 1 Ιανουαρίου του 1994. Ημέρα Κυριακή. Στις 10 του μηνός θέλω να πάω στην Interbank, του Κοντομηνά, στην Αστορία, να δω τον διευθυντή της τράπεζας που είναι φίλος μου. Την ώρα που είμαι στο αυτοκίνητο με τον κουμπάρο μου, τον Παντελή, χτυπάει το τηλέφωνό μου και μου λένε πως μου έχουν βγάλει ένταλμα σύλληψης για ναρκωτικά. Απαντάω “εμένα;”. Δεν το πίστευα». Εξιστορώντας τα γεγονότα που τον οδήγησαν στη φυλακή, ο ρυθμός της ομιλίας του Στηβ Κακέτση γίνεται πιο γρήγορος. Μιλάει πιο έντονα, ενώ έχει αλλάξει και η στάση του σώματός του. Τώρα γέρνει μπροστά και το τσιγάρο που κρατά υποφέρει από τα συνεχή, επαναλαμβανόμενα, νευρικά χτυπήματα στο σταχτοδοχείο.

ħȧ¨£¶-8

Ζητά από τον φίλο του στην τράπεζα να κάνει κάποια τηλέφωνα, να μιλήσει με δικηγόρους. «Την είδηση την παίζει τo Star, ενώ το ένταλμα δεν είχε ακόμη ενεργοποιηθεί. Οι δικηγόροι μου λέγανε να μην επιστρέψω. Αλλά ήμουν αθώος, τι να κάνω, να καταζητούμαι στην Αμερική; Βουτάω το πρώτο αεροπλάνο  κι επιστρέφω. Έρχεται ο Κούγιας και με παίρνει. (Από αυτή την υπόθεση έγινε γνωστός). Τηλεφωνούμε τον ανακριτή για να παρουσιαστούμε και κλείνουμε ραντεβού για την επομένη. Κάνω μια συνέντευξη στον Γιώργο Τράγκα, είχε την εκπομπή «Χωρίς Αναισθητικό» στον ΣΚΑΪ και όταν τελειώνουμε μου λένε να μην πάω σπίτι μου γιατί έχουν ενεργοποιήσει το ένταλμα. Όλα ήταν μουσαντέ και θα σου εξηγήσω γιατί. Εκείνο τον καιρό είχα άδεια οπλοφορίας. Για να τη βγάλεις θα έπρεπε να δηλώσεις τη διεύθυνση κατοικίας. Η εισαγγελία είχε τη διεύθυνσή μου, αλλά ο ανακριτής την έγραψε επίτηδες λάθος, για να με βγάλει «αγνώστου διαμονής». Μετά τα έμαθα όλα. Δεν επιστρέφω σπίτι μου το βράδυ και εμφανίζομαι το πρωί. Με το που κατεβαίνω από το αυτοκίνητο βλέπω δημοσιογράφους, τηλεοπτικά συνεργεία… Πρώτη φορά έκανε απευθείας σύνδεση ο ΑΝΤ1, μάλιστα. Με ρωτάνε «τι έχετε να πείτε;» και τους απαντάω «δεν ξέρω ρε παιδιά». Είναι ένας αληταράς που με κατηγορεί πως εγώ του έδωσα ναρκωτικά. Και δες τι παιχνίδια παίζει η ζωή… Ο ανακριτής ονομάζεται «Πανταζής» και ο εισαγγελέας «Δημητρίου». Βγαίνει η εφημερίδα Star και γράφει τότε «Πανταζής και Δημητρίου έθαψαν τον Κακέτση». “Προσωρινός κρατούμενος” είναι η απόφαση του ανακριτή. Εγώ νόμιζα πως θα με κρατούσαν για κάποιες ώρες και θα με άφηναν, όταν γύρισα και είδα τον Κούγια να έχει χάσει το χρώμα του. “Αυτό σημαίνει πως θα πας δύο μήνες φυλακή, θα κάνεις την πρώτη αίτηση, θα την απορρίψουν, θα συνεχίζεις… Θα κάνεις πολλούς μήνες φυλακή”, μου εξηγεί. Κάνουμε αίτημα εξαιρέσεως, κερδίζουμε… Από τις τύψεις του, μάλιστα, παραιτήθηκε και στη συνέχεια ασκούσε τη δικηγορία”.

Η πλευρά του Κακέτση βλέπει πως τα πράγματα δεν εξελίσσονται ευνοϊκά και ζητά την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με τον άνθρωπο που είπε πως πήρε τα ναρκωτικά από τον επιχειρηματία. Ήταν ένας πορτιέρης νυκτερινού μαγαζιού. Ο Στηβ Κακέτσης θυμάται τη στιγμή που τον πρωτοείδε… «Στο γραφείο του ανακριτή βλέπω μια ντουλάπα, ένα θηρίο… Με το που με αντικρίζει, σηκώνεται και μου ρίχνει μια μπουνιά στο μάτι, φωνάζοντας “έμπορε,  θα με στείλεις ισόβια”. Του απαντάω “από πού σε ξέρω εγώ εσένα;”. Και γράφουν στη δικογραφία πως ο ένας εκ των κατηγορούμενων σηκώθηκε και χτύπησε τον άλλον, μπροστά σε όλους. Αφού τελειώνει η κατ’ αντιπαράσταση αποφασίζεται η παράταση της κράτησής μου. Εγώ κάνω μήνυση εναντίον του πορτιέρη και για αυτά που είπε για εμένα, αλλά και γιατί με χτύπησε. Όταν τον βάζουν να καταθέσει για το συγκεκριμένο περιστατικό, με όρκο, εκείνος λέει «δεν τον χτύπησα, δεν τον εξύβρισα». Και είχε ορκιστεί! Εσύ αν το δεις αυτό, δεν θα πεις “πάρτε τον στον ανακριτή να αποκαλυφτεί τι ψεύτης είναι;”. Ήταν στημένη όλη η ιστορία. Κράτησε 9 μήνες και 1 εβδομάδα. Με πηγαίνουν στις φυλακές Χαλκίδας. Υπέφερα. Όλοι του high society είναι φίλοι μου, εγώ όμως κομπλεξάρομαι. Από 12 Ιανουαρίου του 1994 βγαίνω στις 19 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου. 29 Αυγούστου, όσο είμαι ακόμη έγκλειστος, έρχεται στη Χαλκίδα για επισκεπτήριο ένας δικηγόρος, τον όποιο δεν ξέρω. Κρατάει ένα φάκελο και μου το δίνει να το διαβάσω. Είναι ένας φάκελος γεμάτος με στοιχεία, που περιέχει τα πάντα για την αθώωσή μου. Όλα τα στοιχεία. Βέβαια, κατάλαβα ποιος μου την είχε στήσει, αλλά πλέον δεν έχει σημασία».

 

Ο Κακέτσης αποφυλακίζεται αλλά νιώθει πως χάνει το παιχνίδι της νύχτας. Η πιάτσα έχει μετατοπιστεί στην Ιερά Οδό. Αντιλαμβάνεται τι πάει να συμβεί. Του είχε στοιχίσει πάρα πολλά λεφτά και η προφυλάκιση, όπως πολλά λεφτά του κόστισε και η κατεδάφιση του μαγαζιού του. Το 2003 ξεκίνησε το Kitchen Bar, όπου και επένδυσε τα περισσότερα χρήματα που είχε. Την πενταετία μέχρι το 2008, το Kitchen πηγαίνει με το γκάζι πατημένο.

Το διαζύγιο από την Κατιάνα

«Η Κατιάννα με χώρισε στις 19 Φεβρουαρίου του 2000. Ήταν Σάββατο, το θυμάμαι καλά. Μου είχε κάνει ασφαλιστικά μέτρα για να φύγω από το σπίτι. Είχα μια βάρκα τότε και πήγα εκεί. Τα παράτησα όλα, πήρα τέσσερα κοστούμια και έφυγα. Στις 23 Φεβρουαρίου τηλεφωνώ στην Άντζελα. Μου λέει «δεν σε αγαπώ πια». Της απαντώ “βρες άλλον να σε αγαπήσει όπως εγώ. Και να σε ξεκουράσει. Άντε γεια”. Αυτό ήταν το τέλος. Δεν γυρνάω πίσω ποτέ. Και μένω ξερός. Παράλληλα ήμουν και στους τζόγους. Έπαιζα μπαρμπούτι. Έπαιζα αυτά που είχα, αυτά που δεν είχα και αυτά που θα έβγαζα.Μια ζωή ήμουν σε ένα τεντωμένο σκοινί. Μία πάνω, μια κάτω. Αλλά ποτέ δεν έχω πειράξει άνθρωπο. Το λέω με πολύ υπερηφάνεια και η συνείδησή μου είναι καθαρή. Ποτέ! Μόνο καλά έχω κάνει.

Στη ζωή του γνωρίζει ανθρώπους από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Έχει σφίξει το χέρι χιλιάδων, αλλά ξεχωρίζει μόνο μερικούς…

ħȧ¨£¶-7

Όταν η συζήτηση φτάνει στους πολιτικούς, το πρόσωπο του επιχειρηματία φωτίζει… Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι από τους πρώτους που αναφέρει… «Του μιλούσες και έβγαζε μια μαγεία, μια λάμψη. Ο Ανδρέας ήταν άνθρωπος και δεν αγάπησε ποτέ τα λεφτά. Δεν είχε φράγκο στην τσέπη. Αυτός ήθελε να φέρει την «αλλαγή», να δημιουργήσει τη νέα Ελλάδα. Αλλά πάντα στους ισχυρούς υπάρχουν από δίπλα τα λαμόγια. Και από αυτούς χρεώνεται ο μεγάλος, στην προκειμένη, ο Ανδρέας. Ήταν πελάτης της Νεράιδας. Και όταν ο Πάριος είπε το «Να το πάρεις το κορίτσι» (για τη Δήμητρα), εδώ το είπε, στη Νεράιδα».

ħȧ¨£¶-3

 

Και αμέσως μετά θέλει να σχολιάσει για τον Μένιο Κουτσόγιωργα, τον άνθρωπο που υπήρξε το Νο2 των κυβερνήσεων του Ανδρέα… «Ήμουν ο μόνος που τον στήριξε στην πτώση του, όταν όλοι τον είχαν εγκαταλείψει. Μάλιστα, ο Πάνος Παναγιωτόπουλος θυμάται ακόμη μια εκπομπή που είχε κάνει και είχα υποστηρίξει τον Μένιο Κουτσόγιωργα. Μου το έλεγε πριν από λίγο καιρό».

Από την παλαιά φρουρά ξεχωρίζει και τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, βγάζοντας απέξω την πολιτική. «Άσχετα με την πολιτική, είναι ένας καλός άνθρωπος. Είναι μια καλή οικογένεια. Και η Ντόρα το ίδιο».

Φτάνοντας στο σήμερα, ο Κακέτσης εμφανίζεται σίγουρος για τον πρωθυπουργό, Αντώνη Σαμαρά… «Αποστασιοποιείται για 11 χρόνια, κάνει τουμπεκί. Και όπως κάνει το αουτσάιντερ στον ιππόδρομο, έτσι κόβει το νήμα την τελευταία στιγμή, από εκεί που δεν τον υπολογίζεις. Έχει ένα προσόν, είναι άνθρωπος της πιάτσας. Και έχει βγει έξω και ξέρει τη ζωή. Έχει κάνει σχέσεις και με τραγουδίστριες, είναι περπατημένος. Και άνθρωπο που κινείται στην πιάτσα, δεν θα πρέπει να τον φοβάσαι».

 

Ο Στηβ Κακέτσης είναι ένας χορτάτος άνθρωπος. Από χρήματα, από έρωτα, από γυναίκες, από αναγνώριση… Κάποιος άλλος στη θέση του, θα μπορούσε να κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα του στο Kitchen Bar και να απολαμβάνει τη θέα του Σαρωνικού. Και μάλλον ο Στηβ θα περιέγραφε έναν τέτοιο άνθρωπο ως «συνταξιούχο της ζωής». Εκείνος παραμένει διψασμένος. Θέλει να ζήσει νέες εμπειρίες, δεν φοβάται να αρχίσει και πάλι από το μηδέν, δεν κουράζεται!

«Αν ήμουν 24 τώρα. Θα πήγαινα στην Αμερική. Και σε 10 χρόνια θα έκανα ένα τσουβάλι λεφτά. Θα έκανα τα ταξίδια μου, θα πήγαινα στις Μπαχάμες. Θα ερχόμουν και στην Ελλάδα, αλλά δεν θα ζούσα εδώ. Εδώ είναι μίζερα. Είναι μίζεροι άνθρωποι».

 

Από το Γιώργο Πράτανο

 

.toratora.gr

marmaga

Ο marmagas είναι ο δημιουργός του blog tismarmagas.wordpress.com. Μετά την επιτυχημένη πορία 2 χρόνων μετέφερε όλα του τα άρθρα στο ανανεωμένο πλέον marmaga.net...


Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *