Σκύδρα: Η επιστροφή στις ρίζες επί της οθόνης
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Σακαρίδης, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το “Wild Duck”, μετέτρεψε μια μικρή πόλη της βόρειας Ελλάδας -τη Σκύδρα- σε πρωταγωνίστρια
Μια ταινία και δύο ιστορίες που “τρέχουν” παράλληλα.
Ο πρωταγωνιστής και ο σκηνοθέτης προχωρούν χέρι-χέρι και δείχνουν πώς η επιστροφή στις ρίζες, μπορεί να αποτελέσει το στήριγμα, να μεγεθύνει το αίσθημα ευθύνης και να κάνει την αφετηρία εφαλτήριο.
Ο σκηνοθέτης Γιάννης Σακαρίδης, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, το “Wild Duck”, μετέτρεψε μια μικρή πόλη της βόρειας Ελλάδας -τη Σκύδρα- σε πρωταγωνίστρια, πήγε στα “μέρη που ξέρει καλά” για να κάνει γυρίσματα, έδωσε “ρόλους” σε αγαπημένα πρόσωπα και φίλους και κατάφερε να δημιουργήσει μια ταινία που ταξίδεψε σε κορυφαία φεστιβάλ και των πέντε ηπείρων.
Ύστερα από δεκαοκτώ χρόνια στο Λονδίνο, όπου σπούδασε Φωτογραφία, Ιστορία Τέχνης και Σκηνοθεσία, επέστρεψε το 2007 στην Αθήνα, όπου ζει μόνιμα. Το 2012 ίδρυσε την Athens Filmmakers’ Co-Operative.
Με αφορμή την προβολή της ταινίας και στη Θεσσαλονίκη (στις 22 Μαΐου), ο σκηνοθέτης βρέθηκε ξανά κοντά στα “πάτρια εδάφη” και μίλησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:
-Μια παράλληλη ιστορία συνδέει τον ήρωα και τον σκηνοθέτη της ταινίας: Η επιστροφή. Εσείς, ύστερα από 18 χρόνια στο Λονδίνο γιατί επιστρέψατε στην Ελλάδα;
Ήθελα να κάνω μια ταινία στα ελληνικά και να δουλέψω με φίλους ηθοποιούς παγκόσμιας κλάσης, όπως οι Α. Λογοθέτης, Β. Μουρίκης, Θ. Μπαζάκα, Γ. Πυρπασσόπουλος. Επίσης δεν κατάλαβα πώς έγινε και κατέληξα να είμαι 12 μήνες τον χρόνο στην Ελλάδα…
-Μια μικρή επαρχιακή πόλη όπως η Σκύδρα, η πόλη από την οποία κατάγεστε, γίνεται σημείο αναφοράς. Ποιοι ήταν οι λόγοι που την επιλέξατε;
Η ταινία είναι εμπνευσμένη από μικρές αληθινές ιστορίες. Μια απ’ αυτές είναι και η επιστροφή στην “πατρίδα”. Το μέρος, δηλαδή, που κάποιος αισθάνεται το σπίτι του. Εκεί που μπορεί να ξαναδεί τις ρίζες του να επαναπροσδιοριστεί και να μιλήσει πιο εύκολα με ανθρώπους που τον γνωρίζουν πέρα από τη δουλειά του, όπως είναι παιδικοί φίλοι και οικογένεια. Η Σκύδρα και η ευρύτερη περιοχή του νομού Πέλλας, είναι ένας τόπος που γνώριζα καλά και ήξερα τι μπορώ να “δώσω” από εκεί. Πάντα έλεγα ότι σε αυτόν τον τόπο “αξίζει μια ταινία”. Έπειτα, μου αρέσει η συμμετοχή ντόπιων στις ταινίες και ας μην είναι επαγγελματίες. Είναι ένα θέμα συναισθηματικό για μένα αλλά και πρακτικό. Στην πόλη μου είχα όση βοήθεια χρειαζόμουν. Μην ξεχνάμε ότι ο προϋπολογισμός μας για την ταινία ήταν περιορισμένος. Μας φιλοξένησαν και μας έκαναν να αισθανόμαστε πολύ όμορφα, όχι εμένα μόνο αλλά και όλο το συνεργείο. Επέστρεψα στις ρίζες μου και για έναν ακόμη λόγο. Ήθελα να δείξω αυτό που είμαι. Βέβαια, είναι μεγάλη ευθύνη και ρίσκο να εκτίθεσαι στα μάτια δικών σου ανθρώπων.
-Πώς σας υποδέχθηκε ο κόσμος της Σκύδρας; Σας υποστήριξε η τοπική κοινωνία;
Κατ’ αρχήν όλους τους χαρακτήρες στη Σκύδρα τους υποδύονται φίλοι που ζουν μόνιμα εκεί και δεν είχαν ξαναπαίξει σε ταινία. Ο Γιάννης Σταμπουλτζής, η Ελένη Χαραντώνη, ο Κώστας Παπακυριάκου και ο Χρήστος Σακαρίδης δεν παίξανε μόνο καταπληκτικά αλλά και βοήθησαν όσο μπορούσαν. Επίσης η οικογένεια μου, όλο το φιλικό περιβάλλον, αλλά και δεκάδες άνθρωποι δώσανε τον χρόνο τους και συμμετείχαν στη ταινία. Μας φιλοξένησαν, με όλο το συνεργείο, στη Σκύδρα και στο Πόζαρ. Και οι τοπικοί φορείς… Ψυχή όλης της προσπάθειας ήταν ο τότε αντιδήμαρχος Σκύδρας Μιχάλης Καραγιάννης αλλά είχαμε υποστήριξη και από τον δήμο Αριδαίας. Επίσης, ήταν πολύ συγκινητική η παρουσία όλων αυτών των ανθρώπων στην προβολή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο ΟΛΥΜΠΙΟΝ, τον Νοέμβριο του 2013.
-Ασχοληθήκατε με μία υπόθεση που απασχόλησε την ελληνική κοινωνία και για την οποία ακόμη και σήμερα δεν υπάρχουν ξεκάθαρες απαντήσεις. Το θέμα των τηλεφωνικών υποκλοπών την περίοδο του 2005 που συνδέθηκε με το θάνατο του Κώστα Τσαλικίδη. Η ίδια ασάφεια πλανάται και στην ταινία. Γιατί δεν επιλέξατε κάποιο είδος “κάθαρσης”;
Ναι, πάντοτε ήθελα να κάνω πολιτικό κινηματογράφο. Το WILD DUCK ξεκίνησε ως ένα πολιτικό θρίλερ, μια διαμαρτυρία. Στην πορεία όμως, επικεντρώθηκε περισσότερο στο εσωτερικό δράμα δύο ανθρώπων. Η ταινία θέτει ερωτήματα για τη σχέση μας με την τεχνολογία, τη φύση και το χρήμα. Υπάρχει μια σιωπηλή, ειρηνική αντίδραση, που στέκεται αποφασιστικά απέναντι σε ό,τι τη βλάπτει.
-Θίγετε, επίσης, ένα σοβαρό περιβαλλοντικό ζήτημα, σχετικά με το αν και κατά πόσο οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας βλάπτουν την υγεία των ανθρώπων…
Το WILD DUCK είναι μια αφορμή για να επανεξετάσει ο ήρωάς μας (Αλέξανδρος Λογοθέτης) τις ηθικές του αξίες. Πιστεύει ότι οι πράξεις του (ως μηχανικός τηλεπικοινωνιών) έβλαψαν μια άγνωστη γυναίκα (Θέμις Μπαζάκα) -που πάσχει από καρκίνο- στο παρελθόν και τώρα καλείται να απαντήσει σε ένα μεγάλο δίλημμα: να ξεπληρώσει το οικονομικό ή το ηθικό του χρέος.
-Πώς βλέπετε το μέλλον του ελληνικού κινηματογράφου στην Ελλάδα;
Παρακολουθώ κάθε χρόνο το φεστιβάλ μικρού μήκους της Δράμας και μπορώ να πω ότι έρχεται μια ακόμη καλύτερη γενιά κινηματογραφιστών. Παρά την οικονομική κρίση υπάρχει ένα “άνοιγμα” προς το εξωτερικό- οι ελληνικές ταινίες ταξιδεύουν περισσότερο και οι Έλληνες σκηνοθέτες έχουν περισσότερες ευκαιρίες να δείξουν τη δουλειά τους. Συγχρόνως, συσσωρεύουν εμπειρία και γνώση που ανακυκλώνεται στο ίδιο τους το έργο. Νιώθουν ότι κάνουν ταινίες που έχουν ορίζοντα, ότι θα έχουν το feedback, π.χ. του Κορεάτη ή του Καναδού, ενώ παράλληλα μαθαίνουν πώς λειτουργεί ο κινηματογράφος σε διεθνές επίπεδο. Θέλω να πω, ότι παρά τις αντιξοότητες, υπάρχουν ευκαιρίες και δυνατότητες που οι παλαιότεροι δεν είχαν.
—
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ