Ρομάντσο : Το θρυλικό περιοδικό των ρεκόρ
Το θυμάμαι αμυδρά. Στο κουρείο που πήγαινα πιτσιρίκος την δεκαετία του ’70 στο τραπεζάκι δίπλα στις πεντάλιτρες μπουκάλες της «Μυρτώ». Μαζί με τα περιοδικά με τα σταυρόλεξα και το «Τραστ του γέλιου». Στόχος μου ήταν να προλάβω να διαβάσω όσες περισσότερες γελοιογραφίες του Αρχέλαου και του Χριστοδούλου μπορούσα πριν έρθει η σειρά μου για κούρεμα. Όσο μεγάλωνα και συνέχιζα στο ίδιο κουρείο το Ρομάντσο πήγαινε όλο και πιο κάτω στην στοίβα. Χάνονταν κάτω από περιοδικά φρέσκα και γυαλιστερά που το ιλουστρασιόν χαρτί τους και η ύλη τους σε κέρδιζε. Ήταν η εποχή που είχαμε περάσει οριστικά στην έγχρωμη τηλεόραση, στον «Ταχυδρόμο», στο «ΕΝΑ» και στο «ΚΑΙ». Και κάπως έτσι το Ρομάντσο βγήκε από την ζωή μας – και από τις στοίβες των περιοδικών στα κουρεία και στα κομμωτήρια – χωρίς να το καταλάβει σχεδόν κανείς.
Ήταν 10 Απριλίου του 1990 όταν το Ρομάντσο θα κρέμονταν για τελευταία φορά στα μανταλάκια των περιπτέρων. Επάνω το «ΣΥΝ», όπως είχε μετονομαστεί στο Ρομάντσο λίγες εβδομάδες πριν, σε μία απέλπιδη προσπάθεια ανανέωσης από τον τελευταίο του διευθυντή Μάνο Αντώναρο, που το είχε αγαπήσει όσο λίγοι ως γιος του Αρχέλαου, έγραφε τεύχος 2454. Είχαν περάσει 2454 εβδομάδες, η διαίρεση βγάζει περίπου 47 χρόνια αλλά η ιστορία του ξεπερνάει τα πενήντα, με ένα μικρό διάλειμμα στα πρώτα χρόνια της Κατοχής. Στην μεταπολεμική Ελλάδα το Ρομάντσο είχε γίνει συνώνυμο του περιοδικού . Σε μία Ελλάδα που διαμόρφωνε αστική κουλτούρα το ψιλικατζίδικο λέγονταν ΕΒΓΑ της γειτονίας, η οδοντόκρεμα Κολυνός και το περιοδικό Ρομάντσο.
«Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην το αγόραζε» θυμάται στα 88 του χρόνια σήμερα ο Γιάννης Καιροφύλας, ο «Αθηναιογράφος» του Ρομάντσο και όπως αναφέρει στο WE του news247 «πήγαιναν στο περίπτερο και έλεγαν “πιάσε μου ένα Ρομάντσο” και εννοούσαν ένα οποιοδήποτε περιοδικό». Ποιοι το αγόραζαν; Σύμφωνα με όσα μας αναφέρει ο κ. Καιροφυλάς «είναι μύθος ότι ήταν το περιοδικό για τις κομμώτριες και τις κοπτοραπτούδες, αυτά τα έλεγαν οι των εφημερίδων που ήθελαν να υποβαθμίσουν την ύλη του. Το Ρομάντσο το διάβαζαν όλοι. Από τα λαϊκά κορίτσια μέχρι εισαγγελείς και καθηγητές πανεπιστημίου. Οι τελευταίοι μπορεί να ντρέπονταν λίγο και να το έκρυβαν μέσα στην εφημερίδα ή να είχαν ως δικαιολογία ότι το αγόραζαν για την σύζυγο τους όμως σας πληροφορώ – καθώς συνομιλούσα μαζί τους – ότι ήταν φανατικοί αναγνώστες. Και ξέρετε γιατί; Γιατί εκείνη την εποχή το Ρομάντσο είχε μαζέψει τις καλύτερες πένες στην δημοσιογραφική αγορά. Με το που άνοιγες το περιοδικό στην σελίδα 3 υπήρχε για δεκαετίες το χρονογράφημα του Π. Παλαιολόγου, έγραφε ο Νίκος Τσιφόρος, ο Νίκος Μαράκης, η Μπουκουβάλα – Αναγνώστου και άλλοι πολλοί. Δεν υπήρχε μεγάλη υπογραφή στα έντυπα που να μην πέρασε από το Ρομάντσο».Ψυχή και ιδρυτής του περιοδικού, ο Νίκος Θεοφανίδης που γεννήθηκε το 1901 στο Τσεσμέ της Μικράς Ασίας και από μικρός δούλευε στα τυπογραφία. Μεγαλωμένος ανάμεσα στις μυρωδιές του δημοσιογραφικού χαρτιού, του αντιμονίου και του μελανιού με την κάθοδο του στην Αθήνα καταπιάστηκε με την έκδοση του Ρομάντσου αρχικά σε συνεργασία με τον Σπ. Λαμπαδαρίτη. Το Ρομάντσο ξεκίνησε την πορεία του στις 17 Νοεμβρίου του 1934 και μέχρι το 1942 είχε την μορφή βιβλιοπεριοδικού. Από την αρχή μέχρι το τέλος του φιλοξενούσε μία αυτοτελή ιστορία, ένα ρομάντσο. Μεσούσης της κατοχής θα αλλάξει τον χαρακτήρα του και θα γίνει το περιοδικό ποικίλης ύλης που κυριάρχησε μεταπολεμικά. Αρχικά – και για δύο χρόνια – διευθυντής ανέλαβε ο Απόστολος Μαγγανάρης ο οποίος είχε την «Μάσκα» ενώ στην συνέχεια ανέλαβε ο Μιχάλης Χανούσης ο οποίος το οδήγησε μέχρι και την δεκαετία του ’80.
Η κίνηση που έκανε το Ρομάντσο να ξεφύγει από τον ανταγωνιστικό «Θησαυρό» ήταν η μείωση της τιμής του από τις 6 δραχμές στις 3 το 1956. Το τιράζ από τότε και μετά αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο. Από τα 11.000 φύλλα στα μέσα της δεκαετίας του ’50 έφτασε σταδιακά να αγγίξει και τις 400.000 αντίτυπα όμως για το μεγαλύτερο διάστημα πουλούσε σταθερά πάνω από 300.000 περιοδικά κάθε εβδομάδα. Νούμερα που δεν έπιασε ποτέ κανένα άλλο περιοδικό – και αν δεν απατώμαι και έντυπο – και που το πιθανότερο ότι δεν θα πιάσει ούτε στο μέλλον.Στα περίπτερα της επικράτειας γίνονταν προκρατήσεις σε τεφτέρια ενώ ταξίδευε με αεροπλάνα, τρένα και βαπόρια όπου υπήρχε ελληνισμός στην δεκαετία του ’60. Το Ρομάντσο σε μία εποχή που δεν υπήρχε άλλος τρόπος διασκέδασης και επαφής με τον ελληνικό γραπτό λόγο είχε και τον ρόλο αυτό για τους απόδημους.
Η ύλη του ήταν για όλη την οικογένεια. Ο πατέρας θα διάβαζε το «εξωτικό διήγημα» του Νίκου Μαράκη, τις «περιπέτειες του διάσημου κυνηγού Μ. Χιτζ» τα μεταφρασμένα από αμερικανικά περιοδικά αστυνομικά διηγήματα ή τους «Αφανείς ήρωες από την Κατοχή» και τους «Ιππότες των ορέων». Η μητέρα με την σειρά της θα διάβαζε τα αισθηματικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τις στήλες ομορφιάς, τις συμβουλές για το νοικοκυριό και την εκλαϊκευμένη ιατρική ενώ τα παιδιά τα παραμύθια και τις χιουμοριστικές στήλες ενώ κοινός τόπος για όλους ήταν το χρονογράφημα του Παλαιολόγου και το ευθυμογράφημα του Τσιφόρου και φυσικά οι γελοιογραφίες με χαρακτηριστικότερη το «Κόμμα των Βαρελοφρόνων» του Π. Παυλίδη και ο Σπαγγοραμένος του Σ. Πολενάκη. Εδώ αξίζει να αναφερθεί ότι το Ρομάντσο δημιούργησε σχολή καθώς έφερε την γελοιογραφία στα περιοδικά την δεκαετία του ’50. Από τις σελίδες του πέρασαν ο Αρχέλαος, ο Βασίλης Χριστοδούλου, ο Παυλίδης, ο Πολενάκης, ο Βλασσόπουλος, ο Μακρής, ο Αναστόπουλος και πολλοί άλλοι. Χαρακτηριστικό ήταν το περιοδικό – πέρα από τις πολλές που είχα διάσπαρτα μέσα στην ύλη του – είχε δώσει το οπισθόφυλλο τους σε ένα σετ από γελοιογραφίες. Στην συνέχεια και όσο μεγάλωνε η διαφημιστική αγορά μεταφέρθηκε στο εσωτερικό οπισθόφυλλο λόγω διαφήμισης και για τον ίδιο λόγο έφυγε και από εκεί και να πάει ως «γελάστε μαζί μας» απέναντι από το εσωτερικό οπισθόφυλλο.Εντύπωση – με βάση τα μεταγενέστερα περιοδικά ποικίλης ύλης – ήταν το εξώφυλλο τουλάχιστον έως και την δεκαετία του ’60: Υπήρχε μόνο ο τίτλος του περιοδικού, η τιμή, ο αύξων αριθμός και το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη, Έλληνα η ξένου. Πουθενά ημερομηνία, πουθενά θεματολογία, πουθενά συνέντευξη του προσώπου που έβλεπες στο εξώφυλλο. Το τελευταίο άλλαξε την δεκαετία του ’70 όταν στο δυναμικό του Ρομάντσο προστέθηκε η Κική Σεγδίτσα η οποία πραγματοποιούσε της συνεντεύξεις με το πρόσωπο του εξωφύλλου.
Η πτωτική πορεία για το περιοδικό ξεκινάει από τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Οι λόγοι,πολλοί. Ο προφανέστερος η γήρανση του ίδιου του εντύπου, των ανθρώπων που το διάβαζαν και αυτών που το δημιουργούσαν. Όπως είπαμε και στην αρχή οι εξελίξεις στον Τύπο ξεπέρασαν το Ρομάντσο και τα άλλα έντυπα της εποχής του. Νέοι δημοσιογραφικοί όμιλοι δημιουργούνταν τόσο στις εφημερίδες όσο και στα περιοδικά. Ως οδοστρωτήρας εμφανίσθηκε και ο φιλόδοξος πρώην διοικητής της Τράπεζας Κρήτης Γιώργος Κοσκωτάς. Δημιούργησε την Γραμμή στην Παλήνη αντέγραψε τα ενημερωτικά, lifestyle, glossy και τηλεοπτικά περιοδικά που κυριαρχούσαν τότε στην Αμερική και στην Ευρώπη. Τα λεφτά που έριχνε για διαφήμιση αλλά και για συμβόλαια με δημοσιογράφους κόντεψαν να τσακίσουν ισχυρούς εκδότες, πόσο μάλλον το ταπεινό πλέον Ρομάντσο.Φεβρουάριο του 1987 θα φύγει από την ζωή ο Νίκος Θεοφανίδης, ο οποίος είχε αποχωρήσει ήδη από τα εκδοτικά από το 1984. Τον Αύγουστο του 1987, οι τίτλοι του Θεοφανίδη (Ρομάντσο, Πάνθεον, Βεντέττα) θα περάσουν στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη ο οποίος με την σειρά του δεν μπόρεσε να ανατρέψει την πτωτική πορεία του περιοδικού με αποτέλεσμα να προχωρήσει στην οριστική διακοπή της κυκλοφορίας του, πριν από 25 χρόνια, στις 10 Απριλίου του 1990.
Το μόνο που έχει μείνει πλέον να κρατάει ζωντανό το όνομα του είναι η αναβίωση ως θερμοκοιτίδα επιχειρήσεων και πολιτιστικό κέντρο των τελευταίων γραφείων και πιεστηρίων του στην οδό Αναξαγόρα.
news247.