Η Λιάνα Κανέλλη επιτίθεται στο μπουγατσάν μέσω του Ριζοσπάστη! Το γλυκό της Θεσσαλονίκης που κάνει θραύση και η σύνδεση με τον ΣΥΡΙΖΑ
Hταν η απρόσμενη αγαπημένη συζήτηση στα social media το Σαββατοκύριακο. Η βουλευτής του ΚΚΕ Λιάνα Κανέλλη επιτίθεται στο υβριδικό γλυκό που προέκυψε από μια ευφάνταστη διασταύρωση της μπουγάτσας με το κρουασάν και έκανε πραγματική θραύση, προσελκύοντας το ενδιαφέρον και των διεθνών μέσων ενημέρωσης. Και μεταξύ άλλων αναφέρεται και στον ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζοντάς τον πολιτικό μπουγατσάν.
Ακολουθεί το κείμενο της Λιάνας Κανέλλη που δημοσιεύθηκε στον Ριζοσπάστη, αλλά και η απάντηση των δημιουργών του μπουγατσάν:
«Και μας προέκυψε το μπουγατσάν. Καμία σχέση με το πολυμήχανο του Οδυσσέα κι άλλα τέτοια ωραία αυτοτροφοδοτικά των μύθων μας. Σκέτη αλλοτρίωση πολιτισμική, γαστρονομική, γευστική και σε τελευταία ανάλυση εξαθλίωση της ευρύτερης έννοιας της παιδείας, είναι το μπουγατσάν. Θα το δείτε ως καινοτομία και μαγκιά για να «κατακτήσει την αγορά», ελληναράδικη ιδέα που «κολλάει τους ξένους στον τοίχο» ή και το μεγαλείο των Ελλήνων δαιμόνιων σεφ της πιάτσας, που, στη φτωχομάνα Θεσσαλονίκη, διδάσκουν και ικανοποιούν τα πλήθη με τη «μαγεία της αγοραστικής τους εξαπατημένης έμπνευσης» κι άλλα τέτοια ασύντακτα κι ασύνδετα με την πραγματικότητα.
Εστί, λοιπόν, μπουγατσάν μετατροπή υβριδική όπως λέμε τιγρολιόνταρο, δηλαδή τίγρης με χαίτη ή λέων ριγέ, δηλαδή κρουασανομπουγάτσα. Παίρνεις το αν απ’ το κρουασάν, το φερμάρεις στο μπουγατσ και προκύπτει μπουγατσάν. Ητοι: κρουασάν με γέμιση κρέμας μπουγάτσας. Καταστρέφεις το φύλλο της μπουγάτσας, το μετατρέπεις στην ευκόλως διαλυόμενη ζύμη του κρουασάν, το δαγκώνεις και πλουτς πετάγεται η κρεμούλα στα πηγούνια, στα μουστάκια και τα δάχτυλα. Οι Γάλλοι σεφ έχουν τρομοκρατηθεί. Πιθανόν και περισσότερο από την παραπομπή του Σαρκοζί. Η Χρυσή Αυγή, πάσης ευρωπαϊκής μορφής και όψης, γυρνάει την πλάτη στο μπουγατσάν, παρά την ελληνοπρέπειά του, γιατί φυλακίζεται η φυλή της κρέμας στο εκ της τουρκικής ημισελήνου εμπνευσμένο κρουασάν – κατασκεύασμα και έμπνευση των νοικοκυρών της Βιέννης, όταν έφτασαν αλλά σταμάτησαν στις πύλες της οι σαρικοφόροι της τότε μεγαλοπρεπούς μη τηλεοπτικής τουρκιάς. Αυτοί οι φασίστες δυσκολεύονται και λίγο μεταξύ αυστριακής έμπνευσης και τουρκικής μούσας.
Το μπουγατσάν κάνει θραύση. Πολλοί νεαροί είλωτες μαθητευόμενοι Τουριστικών Σχολών που έρχονται στην Ελλάδα για να μάθουν τι εστί τουριστικό αφεντικό και διακοπές αδιάκοπες κάνουν τατουάζ το μπουγατσάν. Κι όμως! Οποιος υποτιμήσει στην Ελλάδα τη δύναμη και την επίπτωση που έχει η γλωσσοπλαστική σχεδόν φυσική μας ικανότητα πάνω στην αγορά ιδεών, ψυχών, αξιών και ανθρώπων διαπράττει μέγα σφάλμα. Το μπουγατσάν είναι σημείο – σύμβολο αλλοτρίωσης, πιο εύπεπτο και πιο γευστικό απ’ την ευελφάλεια. Κολάζει τη βίαιη προσαρμογή στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική πραγματικότητα και μετατοπίζει την αντίσταση του πολίτη – καταναλωτή στο επίπεδο της ψευδαίσθησης. Μαζεύει κόσμο και λεφτά, αλλάζει τάσεις και γούστα, εξαρτά μεγάλους και παιδιά από συνήθειες κι ανάγκες ξένες ακόμα και στην ίδια τους την πολιτισμική παραγωγή. Ετσι το μαγαζάκι νομίζει ότι θα επιζήσει με το μπουγατσάν, απέναντι στην πολυεθνική που πουλάει προ πολλού κρουασάν με γέμιση παντός επιστητού υλικού ήδη στα περίπτερα, τσακίζοντας τον αρτοποιό, τον ζαχαροπλάστη, τον ψήστη, τον μυλωνά κ.λπ. και στην Ελλάδα, και στη Γαλλία, και στην Αυστρία, και στην Τουρκία.
Το πολιτικό μπουγατσάν, που λέγεται ΣΥΡΙΖΑ, απ’ έξω Ευρώπη, κι από μέσα κρέμα της αριστερής γιαγιάς από τας Σέρρας ας πούμε, ετοιμάζεται τώρα, που έχει μεγάλη κοινοβουλευτική δύναμη και αντιπρόεδρο στο Ευρωκοινοβούλιο, να καταθέσει αίτημα κατοχύρωσης της ελληνικότητας του μπουγατσάν και με ειδική ανθρωπιστική οικονομική μελέτη των οικονομολόγων του όλων των τάσεων, έτσι ώστε το μπουγατσάν να είναι κεντρική τροφή μη κυβερνητικών οργανώσεων που θα χορηγείται σε αναξιοπαθούντες πληθυσμούς.
Η… έμπνευση του μπουγατσάν συγκίνησε και διευκόλυνε κυρίως τον Αργύρη Ντινόπουλο που είχε τρομάξει από τους πολλούς μετανάστες και ωρυόταν στη Βουλή «θα τους δώσουμε και κρουασάν;», «θέλετε να δώσουμε στους λαθρομετανάστες και κρουασάν;». Τώρα ξέρει ότι μπορεί να ενισχύσει την ντόπια παραγωγή, διατηρώντας στο ακέραιο το ευρωπαϊκό προφίλ της χώρας. Φήμες λένε ότι το μπουγατσάν προτάθηκε στην κυβέρνηση, μετά τη λήξη της Ελληνικής Προεδρίας, ως σύμβολο του πιο πετυχημένου succes story – ξεπουλήματος που ξεγελάει το πόπολο. Κάτι σαν τη μεγάλη ευρωΔΕΗ απ’ έξω, κρουασάν ένα πράγμα, για να χαίρονται τα μονοπώλια, και ντόπια κρεμούλα από μέσα για να βολευτούν και οι ενεργοφαγάδες βιομήχανοι.
Πιάσε ένα μπουγατσάν και φύγαμε. Αν μας βγαίνει ως τη Βιέννη όπου και θα γυριστεί προφανώς το επόμενο ντοκιμαντέρ συμπαραγωγής ΝΕΡΙΤ και ARTE για το πώς ξεκίνησε και πώς υλοποιήθηκε σε καιρούς ανθρωπιστικής κρίσης το θαύμα του μπουγατσάν.
ΥΓ: Οι της πατριωτικής Ελιάς τώρα που στήνεται ανεξάρτητο κράτος του Κουρδιστάν σκέφτονται να προτείνουν το μπουγατσάν ως επένδυση των Κούρδων στο επίπεδο της διατροφικής αλυσίδας με δεσμούς στη Μεσόγειο…
Ο Δημήτρης Κοπαράνης, δημιουργός του μπουγατσάν, έγραψε στη σελίδα του The Food Anarchist:
« Πριν ένα περίπου χρόνο ο Dominique Ansel έκανε το cronut. Δε θα εξηγήσω κάτι περισσότερο το έχω κάνει πολλές φορές.Είναι το προϊόν που θα ήθελε να φτιάξει ο κάθε μάγειρας τέλος. Πάνε λίγες μέρες που μία αλυσίδα φούρνων στην Ελλάδα, ανακοίνωσε την πώληση cronut στα πρατήρια της. Η αλυσίδα αυτή έκανε ένα ψεύτικο προϊόν, χρησιμοποιώντας παράνομα ένα επιτυχημένο όνομα για να πουλήσει μία ξερή σφολιάτα πασπαλισμένη με ζάχαρη άχνη που μοιάζει με μπαγιάτικο κουραμπιέ. Αυτές οι κόπιες υπάρχουν και στη ΝΥ.
Οι στατιστικές έδειξαν πως το 90% όσων έφαγαν το ψεύτικο cronut είχαν την ίδια ή μεγαλύτερη επιθυμία να δοκιμάσουν το ορίτζιναλ. Έξι μήνες πριν το #bougatsan ™, έγινε παγκόσμιο θέμα, δημιουργώντας πολλούς φίλούς και αρκετούς haters. Από τη στιγμή που η δουλειά κάποιου βρίσκεται σε δημόσια έκθεση τα σχόλια είναι ok. Τότε σκεφτόμουν «Σιγά το πράγμα, αυτό αφορά εμένα και δέκα ακόμη που είναι στη δουλειά αυτή».
Ένας δημοσιογράφος που απαξιώνει τη δουλειά κάποιου άλλου ή ένας ραδιοφωνικός παραγωγός έχει σίγουρα ένα συγκεκριμένο κοινό που για την πόλη αυτή ή για τη χώρα αυτή δεν είναι τόσο μεγάλο όσο φαντάζεται ή θέλει να πιστεύει. Ένας βουλευτής όμως; Είμαι μάγειρας και κάνω τη δουλειά αυτή όπως θα έκανα κάθε άλλη δουλειά. Σερβίρουμε το πιο φρέσκο φαγητό που μπορούμε σε ανθρώπους που πεινάνε και έρχονται για αυτό. Κανείς δεν πάει σε ένα εστιατόριο για το hype και ακόμα και να πάει, πάει για να φάει. Το hype δεν τρώγεται από όσο ξέρω. Με τα λεφτά του κόσμου που τρώει πληρώνουμε τα έξοδα μας, τις υποχρεώσεις μας και τη ζωή μας. Έχουμε ένα κατάλογο με δέκα πράγματα, κάποιο από αυτά είναι το #bougatsan ™. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να έρθει να το φάει και να πληρώσει.
Το κάνει από επιλογή, αν δεν είμαστε μία από τις επιλογές του δεν είναι θέμα για κανέναν, μπορεί να πάει παρακάτω. Δεν πουλάω μία υπόσχεση, ούτε μία προσδοκία, δε βγαίνω στο δρόμο να τσιρίζω πως αδικήθηκα. Δεν έχω καν μία αποτυχημένη δουλειά που έχει κόσμο απλήρωτο. Μπορεί να έχω τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση που ενώ εντοπίζω αντιγραφές και χρήση ενός κατοχυρωμένου ονόματος δεν ασχολούμαι (ακόμη). Επίσης δε χάνω και τον ύπνο μου για την κάθε αποτυχημένη Ρίτσα που μιλάει άσχημα για μένα. Η διαχείριση της αποτυχίας των άλλων είναι θεμα που δε με αφορά.
H Anna Wintour είναι η διευθύντρια του πιο σημαντικού περιοδικού μόδας στον κόσμο. Οι επιλογές της είναι καθοριστικές και είναι μία από τις πιο σημαντικές γυναίκες στην παγκόσμια οικονομία. Νομίζετε πως τη νοιάζει αν νομίζει κανείς πως φορώντας ένα μαύρο πουλόβερ και ένα τζην υποτιμά τη δουλειά της, αν ένα περιοδικό στη Θεσσαλονίκη κοπιάρει το εξώφυλλο της τελευταίας της έκδοσης ή μία βοηθός της έγραψε ένα best seller με έναν χαρακτήρα που της μοιάζει; Και αν διάλεγες να ζήσεις τη ζωή κάποιου άλλου θα ήθελες να ήσουν η βοηθός, η διευθύντρια του ΖΑΝΤΟΡ (τυχαία επιλογή ονόματος) ή η Anna;
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Η δουλειά κάποιων ανθρώπων μπορεί να είναι έμπνευση για τους άλλους. Για κάθε Anna, κάθε Karl, κάθε ραδιοφωνικό παραγωγό ή διευθύντρια περιοδικού υπάρχουν άνθρωποι τους αγαπούν για τη δουλειά τους . Στον κόσμο που μας παρακολουθεί είναι καλό να φερόμαστε ευγενικά και όχι δείχνοντας το χειρότερο εαυτό μας.»