Στο πανηγύρι της Χρούπιστας
Σεπτέμβριος του 1958, μακρινός, φορτωμένος, στιβαγμένος σαν τσουβάλι στην αποθήκη του χρόνου, μαζί με κάποιες αναμνήσεις αφημένες παράμερα σαν παλιά παιχνίδια και την παιδική ματιά να βαστά όπως ο φακός του πλανόδιου φωτογράφου σε ασπρόμαυρο φιλμ, στιγμές που ζήσαμε μικροί, μεγάλοι, στο πανηγύρι του Άργους Ορεστικού.
Ο μήνας τέλειωνε, το φθινόπωρο έπαιρνε την σκυτάλη του χρόνου… και για να μας γλυκάνει έστηνε το πανηγύρι στη γειτονική κωμόπολη, καλώντας μας να το χαρούμε. Πρώτες απογευματινές ώρες και το κοσμολόϊ έφθανε με τα πράσινα λεωφορεία που μας ξεφόρτωναν στον μεγάλο κεντρικό δρόμο. ΄Υστερα τρυπώναμε στον μικρό λαβύρινθο με τα δρομάκια του γεμάτα πειρασμούς, παρακολουθώντας το εμπορικό αλισβερίσι που γίνονταν με τους παζαριώτες και τους γυρολόγους.
«Χαιρετίζομεν – έγραφε στην πρώτη σελίδα η τοπική εφημερίδα της Φωνής – την έναρξιν της μεγάλης, όσον και φημισμένης εμποροπανήγυρης του ΄Αργους Ορεστικού, ως την μεγαλυτέραν εμπορικήν και γεωργοκτηνοτροφικήν εκδήλωσην των μοχθούντων κατοίκων του νομού μας. Πιστεύομεν και ευχόμεθα ότι σημαντική και άκρως πολύτιμος θάναι δια τους εκθέτας και πωλητάς που στηρίζουν τόσας ελπίδας από την επιτυχίαν της».
Το παιδομάνι ούτως ή άλλως υπήρχε… άκουγες φωνές… και κλαψουρίσματα. Μανάδες, θείες, γιαγιάδες, πεθερές και συμπεθέρες, έφθαναν για να σεργιανίσουν στον χώρο του πανηγυριού… Ανάμεσά τους κόρες που χρειάζονταν κάτι για την προίκα τους, σε κιλίμια, φλοκάτες, που οι αργαλειοί εδώ και μήνες είχαν υφάνει στα αργίτικα σπιτικά. Στη βόλτα έβλεπες την παραγωγή της τοπικής κοινωνίας, μέσα στα πρόχειρα μικρομάγαζα – κάτι που ένοιαζε τους μεγαλύτερους.
Το πανηγύρι για τους μικρούς ήταν κάτι σαν κήπος των θαυμάτων. Θα κάναμε κούνια στις σιδερένιες βάρκες, βαμμένες με θαλασσί χρώμα, τραβώντας μια χοντρή αλυσίδα, να μας πάει πιο ψηλά. Για τα νήπια οι κούνιες τύπου καρουζέλ με θέσεις αρνάκια, σκυλάκια, γατούλες, που γύριζαν πέντε έξη φορές κι έπειτα σαν τέλειωνε το κούνημα, αρχίζανε οι γκρίνιες και τα παράπονα…
Λίγο πιο πέρα βρίσκονταν τα μυστηριώδη και περίεργα θεάματα, με την ασώματη κεφαλή, τα νούμερα με τους ζογκλέρ, τα ταχυδακτυλουργικά κόλπα, που γνώριζαν οι αετονύχηδες της εποχής. Γεμάτος ο χώρος με μικρομάγκες κι εφήβους πούχανε το πορτοφόλι γεμάτο από το μεροκάματο της γούνας… Από γωνιά σε γωνιά κι από σοκάκι σε σοκάκι ανακαλύπταμε λίγο λίγο τα όμορφα και σαγηνευτικά για τα παιδικά μας μάτια, πράγματα.
Νάσου το καροτσάκι με το κασάτο παγωτό, το μαλλί της γριάς σαν γνεμένο νήμα… νέα στάση εκεί, κι ύστερα περνώντας από πάγκο σε πάγκο, βρίσκαμε τα μπιχλιμπίδια, τα δαχτυλιδάκια που μας έκαναν «κλίκ» κι όλα τα ψευτοκοσμήματα που ζούσαν κάτι ώρες μοναχά…
Γύρω μας ακούγονταν σφυρίχτρες και τα «βατραχάκια» που με την πίεση των δακτύλων έμοιαζαν να κοάζουν στα χέρια μας… Λίγα μόλις βήματα μας χωρίζανε από τον ανθρώπινο κύκλο που σχηματίζονταν με κέντρο την μαϊμού και την αρκούδα, που βασανιστήκανε πολύ για να μάθουνε να ανταποκρίνονται στα νούμερα και το χορό, χορεύοντας στον καυτό τσίγκο… με την εντολή του σκληρού εκπαιδευτή.
Αφού γίνονταν τα περισσότερα χατήρια για τους μικρούς, έρχονταν η σειρά για τις ανάγκες των μεγάλων, να εντοπίσουν τα καρύδια και τα μύγδαλα, τα κάστανα και τα φρεσκότατα λουκούμια. Απαραίτητη και η έρευνα αγοράς… το πέρασμα από τους διαδρόμους με τον χώρο των υφαντών και των κουρελούδων, ήταν κάτι που ενδιέφερε τις νοικοκυρές. Η γυναικεία ματιά ήταν αυστηρή, επίμονη, απαιτητική κι ένα ντόπιο πρόσωπο σαν τη θεία Φίλη, ήταν ότι έπρεπε για να το εμπιστευθούν να γίνουν οι καλύτερες επιλογές, σε χρωματικούς συνδυασμούς, ποιότητα μαλλιού αλλά και έμπνευση.
Στο σπίτι της υπήρχε πάντα πίτα αλμυρή και μουστόπιτα και ευκαιρία να δούμε τα παιχνίδια των κοριτσιών της, της Ντοτούλας και της Θωμαϊτσας… που τις κρατάμε στην σκέψη σαν κολώνα δροσερή!…
Και τι δεν είχε το πανηγύρι… Απ΄ όπου περνούσες έβρισκες κάτι να σε τραβήξει. Λαμαρινένιες σκάφες και λεκάνες, μουσλούκια, πυροστιές, κατσαρόλες, ταψιά, τενεκέδες, πήλινα, γλάστρες, κιούπκια, κουμπαράδες και ολόγυρα την ξυπόλητη γυφτιά να πουλάει καλάθια και μαλάθες. Αραδιασμένες πιο πέρα οι ξυλόσομπες, οι μασίνες, τα χωνιά, τα γκιούμια. Ο καιρός τάθελε αυτά και η παλιά παροιμία θύμιζε… «στις δεκαπέντε του σταυρού πυρώσου και μη ντρέπεσαι».
Σε άλλη μεριά βρίσκονταν τα ζώα προς πώληση, περιμένοντας τα νέα αφεντικά. Η ζωοπανήγυρη (αιώνες πριν) είχε τώρα εμπλουτιστεί με τα νεώτερα προϊόντα.
Το σούρουπο απλώνονταν σιγά σιγά, ενώ τα φωτεινά λαμπιόνια πλήθαιναν, στα μικρά κεντράκια…
Η Νόρα, μια νεαρή τραγουδίστρια, βγήκε στη σκηνή τραγουδώντας το «τι ΄ναι αυτό που το λένε αγάπη…» , ενώ στο διπλανό μαγαζί τα κλαρίνα και το νταούλι «έπνιγαν» τη μελωδία προσελκύοντας τους δικούς τους θαμώνες, παίζοντας τη «γερακίνα», «του Κίτσου η μάνα», κι άλλους δημοτικούς σκοπούς.
΄Ωρα για φευγιό είπε η μεγαλύτερη θεία. Τα πράσινα λεωφορεία επέστρεφαν στην βάση τους, φορτωμένα στις καρότσες τους τις πανηγυριώτικες πραμάτειες.
Η Χρούσπιτα – ο τόπος ευτυχίας – παράγεται από τις τούρκικες λέξεις νιούρπ= ευτυχία και την κατάληξη ιστάν (Χάρη Μακρή – Καστοριά σελ. 36), μας είχε χαρίσει όσα επιθυμούσε ένα παιδί, με φθηνά δώρα, κατασκευασμένα θεάματα – θαύματα για τα μάτια μας, και κεραστικά του δρόμου…
Αφήναμε την τελευταία ματιά επάνω στην παρδαλή παραγκούπολη κι όλο το συρφετό, απ΄ όπου νιώθαμε τη μυρωδιά της πανήγυρης, ανακατεμένη με την τσίκνα, τον ιδρώτα των ανθρώπων και το φύσημα του νυχτερινού αγέρα…
Οι τελευταίες συντροφιές με τα κορίτσια της εποχής και τους νεαρούς που έκαναν το δειλό κόρτε… υπόσχονταν προξενιά… εντός των προσεχών ημερών…Κάποιοι ήδη πλάθανε τα όνειρά τους…
Στην άκρη του δρόμου, ο τυφλός ακορντεονίστας έπαιζε για πολλοστή φορά… το βάλς του γαλάζιου Δούναβη… κλείνοντας μελωδικά τη θύρα του πανηγυριού…
Μαρούλα Βέργου Γκαμπέση